- ἐκθεραπεύεται
- ἐκθεραπεύωcure perfectlypres ind mp 3rd sgἐκθεραπεύωcure perfectlypres ind mp 3rd sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
χώλανσις — άνσεως, ἡ, ΜΑ [χωλαίνω] χωλότητα, κουτσαμάρα μσν. μτφ. (για πόδα στίχου) έλλειψη, ελαττωματικότητα («οὕτως ἡ τοῡ μέτρου ποδικὴ ἐκθεραπεύεται χώλανσις», Ευστ.) … Dictionary of Greek